~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
..................................."Eλλάδος Περιήγησις" με συνταξιδιώτη μας τον Παυσανία "Ταξιδεύοντας στην Πελοπόννησο"
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

"Χαίρε Ω Χαίρε Ελευθερία" Δ. Σολωμός

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

ΤΡΥΠΗ : Μαγαζί «ΑΣΠΙΩΤΗ»

   Το χρονογράφημα μας....   



πορεί μια οικογένεια, στα χρόνια τα παλιά, από τη Χίο , στην άκρη του Αιγαίου , να βρεθεί στην Τρύπη, στις πλαγιές του Ταΰγετου;
-Μπορεί !!! Μάρτυρας η οικογένεια Ασπιώτη.
Στα χρόνια τα πολύ παλιά, ίσως μετά την καταστροφή της Χίου από τους Τούρκους, τότε που όσοι Χιώτες  σώθηκαν από τη σφαγή και τη δουλεία σκόρπισαν σαν τα ορφανά πουλιά της κλωσσομάνας  δώθε κείθε, κάποιος Ασπιώτης βρέθηκε εδώ στη Λακωνία. Ο φόβος της Τουρκιάς τον ανάγκασε (όπως άλλους πολλούς) ν’ ανέβει στον Ταΰγετο, εδώ που βρίσκεται η πανέμορφη και καταπράσινη Τρύπη, στο έμπα της μεγάλης Λαγκάδας που ενώνει τη Λακωνία με τη Μεσσηνία. Έριξε ρίζα εδώ ο προπάππος, έφτιαξε σπίτι, έκανε οικογένεια, πρόκοψε και κοντά σ’ άλλα έφτιαξε κι ένα μαγαζί . Κι όπως γίνεται συνήθως, όταν ένας πρόγονος χαράξει δρόμο, οι απόγονοι (παιδιά, εγγόνια δισέγγονα, κλπ) μένουν και περπατάνε τη ζωή στο δρόμο αυτόν τον ευλογημένο. Έτσι έκανε και η οικογένεια Ασπιώτη. Με ό,τι κι αν ασχολήθηκαν κατοπινά  οι Ασπιωταίοι, πάντα στη ζωή τους υπήρχε ένα ΜΑΓΑΖΙ.

Ένας από τους τελευταίους πατριάρχες της οικογένειας, ο Ηλίας ο Ασπιώτης , διατηρούσε ήδη από τα 1944 μαγαζί κι αυτός στην Τρύπη (μπακάλικο – ταβέρνα)  και ήταν εκείνος που έφτιαξε και την περίφημη ως τα σήμερα βραχο-ταβέρνα στη θέση «Καρβασσαράς» της τρύπης. Καρβασσαράς  λέγεται μια από τις πολλές πηγές του χωριού  Τρύπης,  πλάι ακριβώς στο δρόμο που οδηγεί μέσα από τη Λαγκάδα στη Μεσσηνία. Εκεί, ο παππούς Ηλίας Ασπιώτης, με τα ίδια του τα χέρια , έσπασε το βράχο , τον κούφωσε, τον έχτισε και  έφτιαξε ένα μαγαζί-θρύλο  χωμένο, κυριολεκτικά, μέσα στο βράχο. Δημιούργησε απ’ έξω χώρο για να βγάζει  τραπέζια κάτω απ’ το θεόρατο πλατάνι , διαμόρφωσε και τα νερά της πηγής να τρέχουν όμορφα κι  ωραία για να τα χαίρονται οι πελάτες και οι περαστικοί κι ο «Καρβασσαράς», το ταβερνάκι του βράχου, μένει ως τα σήμερα  ένας ζωντανός θρύλος της Τρύπης και της Λαγκάδας του Ταΰγετου.
Ο μπαρμπα – Λιας ο Ασπιώτης έκανε έξι (6) παιδιά. Τέσσερα (4) αγόρια και δύο (2) κορίτσια. Στην Τρύπη έμειναν μόνο ο Δημήτρης και ο Γιάννης. Οι άλλοι έφυγαν στο εξωτερικό. Σήμερα η παράδοση-μαγαζί  των Ασπιωταίων ζει μέσα από την οικογένεια του Δημήτρη Ασπιώτη, ο οποίος παντρεύτηκε  την Παναγιώτα  Κούτρου από τα Περγαντέικα της Αναβρυτής κι έκαναν 3 αγόρια: Τον Ηλία, τον Σταύρο και τον Βασίλη . Στα 1993 ο κυρ-Δημήτρης αγόρασε ένα διώροφο σπίτι  πάνω στον κεντρικό δρόμο της Τρύπης και μετέφερε εκεί το μαγαζί του που ήδη λειτουργούσε λίγο παρακάτω, θεωρώντας πως θα είναι (και είναι) καλύτερα.

 Η θέση είναι ένα φυσικό μπαλκονάκι με θέα τον κάμπο της Σπάρτης . Εκεί το καλοκαίρι βγαίνουν τραπεζάκια κάτω από την κληματαριά και τα βαθύσκια δέντρα της αυλής, το αεράκι της Λαγκάδας  και ο ήχος των νερών που τρέχουν σε μυστικά μονοπάτια γίνονται «δαιτυμόνες φαιδροί της τραπέζης» , η ματιά απλώνεται να μαζέψει τη γύρη της φύσης και να ξεκουραστεί  πάνω στη μαγεία της κοιλάδας,  ο νους ξεκουράζεται,  η ψυχή αγάλλεται, η φύση γίνεται κομμάτι της καρδιάς σου και το κρασί με τους νόστιμους, σπιτικούς, παραδοσιακούς μεζέδες που ετοιμάζουν και σερβίρουν ο Ηλίας και ο Σταύρος, οι δυο από τους γιους του κυρ – Δημήτρη , γίνεται πραγματική απόλαυση . Κι όταν έρχεται ο χειμώνας, γύρω από τη σόμπα, συναδερφώνονται οι παρέες  και μολογιούνται οι παλιές ιστορίες των ανθρώπων και του χωριού, σ’ αυτό το μαγαζί που φέρνει άρωμα από αλλοτινούς καιρούς, από  εποχές ζεστασιάς, ανθρωπιάς, αθωότητας και καλής παρέας.


Και βέβαια, καρδιά και ψυχή του μαγαζιού, παραμένει πάντα ο κυρ-Δημήτρης ο Ασπιώτης, ο οποίος, με άσβεστη φλόγα,  πάθος και μεράκι, παρά τα χρόνια του, περιδιαβαίνει, πότε στο μπακάλικο, πότε στην ταβέρνα, πότε στην αυλή, «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών»,  έτοιμος πάντα να σε εξυπηρετήσει, να σε κεράσει  και να μοιραστεί μαζί σου την ευγενική και ζεστή καρδιά του.  Άνθρωπος φιλόξενος, χαμογελαστός, φιλικός, ξέρει καλά πως πίσω του σέρνει μια ιστορία και μια παράδοση και θέλει οι πρόγονοι, που κάπου εκεί, σίγουρα, τριγυρνάνε οι ίσκιοι τους, να είναι περήφανοι που ο δρόμος  παραμένει ακόμα ανοιχτός.
«Οι παλιοί άνθρωποι έβαλαν παντού μέσα, όλα όσα είχαν ανθίσει ποτέ μες στις καρδιές τους».

                                                                            10/4/2018

                                                                    Βαγγέλης  Μητράκος